Εθελοντές Λειτουργοί για την Αντιμετώπιση Καταστροφών: Γενικό Νοσοκομείο του Πορτ-ο-Πρενς

Ο σεισμός της 12ης Ιανουαρίου στην Αϊτή που σκότωσε πάνω από 200.000 και άφησε κατ' εκτίμηση 300.000 τραυματίες και άτομα που χρειάζονταν άμεση περίθαλψη, ξεπέρασε τις ιατρικές δυνατότητες της Αϊτής. Ο Άγιαλ Λίντεμαν, νοσοκόμος για έκτακτες περιστάσεις και Εθελοντής Λειτουργός της Σαηεντολογίας, ήταν από τους πρώτους που πήγαν να αντιμετωπίσουν την καταστροφή. Βετεράνος σε προσπάθειες παροχής ανακούφισης, υπηρέτησε στο Σημείο Μηδέν μετά την 9η Σεπτεμβρίου και στον Τυφώνα Κατρίνα το 2005, αλλά λέει ότι τίποτα δεν τον είχε ετοιμάσει γι' αυτά που είδε όταν πρωτοέφτασε στο Γενικό Νοσοκομείο του Πορτ-ο-Πρενς.

Αγιάλ Λίντεμαν στην Αϊτή
Οι γιατροί μάχονταν για να σώσουν ζωές στις αίθουσες των χειρουργείων, κάνοντας εγχειρίσεις κάτω από πρωτόγονες συνθήκες, χωρίς αναισθητικά, αποστείρωση ή ακόμα και τα πιο βασικά εφόδια και εξοπλισμό. Ο Λίντεμαν και ένας άλλος Εθελοντής Λειτουργός, ο Δρ. Ντάρελ Κρεγκ, οδοντίατρος από την Καλιφόρνια, έπιασαν αμέσως δουλειά για να κάνουν ό,τι ήταν δυνατό για να βοηθήσουν.Στο τέλος της πρώτης μέρας ο Λίντεμαν και ο Κρεγκ έμαθαν ότι δεν υπήρχε νυχτερινή βάρδια για τη φροντίδα των ασθενών και ανέλαβαν τη νυχτερινή φροντίδα σε τέσσερις πτέρυγες φροντίζοντας σαράντα ασθενείς που βρίσκονταν σε κρίσιμη κατάσταση.

Βρήκαν ασθενείς σε κρεβάτια χωρίς σεντόνια, με το σώμα τους λερωμένο από τα απόβλητα του σώματος και το αίμα. Τρεις ασθενείς είχαν πεθάνει εκεί μόνο την τελευταία ώρα και συνειδητοποίησαν ότι πολλοί ασθενείς δε θα επιζούσαν χωρίς περίθαλψη οπότε δούλεψαν όλη τη νύχτα μέχρι που έφτασε το Διεθνές Ιατρικό Σώμα στις 8:00 το επόμενο πρωί.Δύο ασθενείς παραλίγο να πεθάνουν εκείνο το βράδυ. Ένας τράβηξε έξω τον ενδοφλέβιο ορό και είχε αιμορραγία σχεδόν μέχρι θανάτου ενώ ο άλλος σχεδόν πνίγηκε από υγρό στους πνεύμονες.

Η νύχτα στις πτέρυγες του νοσοκομείου είχε και άλλες προκλήσεις. Όταν κόπηκε το ρεύμα, ο Λίντεμαν και ο Κρεγκ αναγκάστηκαν να περιθάλψουν τους ασθενείς με φακούς μέχρι οι γιατροί του στρατού να τους δώσουν χημικά στικ– πλαστικούς σωλήνες που βγάζουν φως επί πέντε ώρες όταν ανοιχτούν.

Υπήρχαν τόσοι πολλοί ασθενείς και τόσο λίγοι επαγγελματίες διαθέσιμοι, ώστε οι οικογένειες των ασθενών παρείχαν το μεγαλύτερο μέρος της φροντίδας στους ασθενείς. Όμως, τα τρόφιμα ήταν λιγοστά. Όχι μόνο δεν υπήρχαν καθόλου για τις οικογένειες, αλλά δεν υπήρχαν καθόλου και για τους ασθενείς, οπότε ο Λίντεμαν και ο Κρεγκ εξασφάλισαν τροφή και νερό για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους.

Μια νύχτα, ένας ασθενής υπέστη μια σημαντική καρδιακή και αναπνευστική κρίση και δεν υπήρχαν φάρμακα ή οξυγόνο για να τον βοηθήσουν να συνέλθει. Μια Ρωσίδα γιατρός και ένας γιατρός της αίθουσας άμεσης βοήθειας που ήταν χειρούργος του Στρατού των ΗΠΑ, αυτοσχεδίασαν αναμιγνύοντας τα φάρμακα που είχαν και κράτησαν ζωντανό τον ασθενή όσο χρειαζόταν για να μεταφερθεί αεροπορικώς στις ΗΠΑ για το χειρουργείο που χρειαζόταν για να σωθεί η ζωή του.

Σε έναν νέο είχαν πει ότι αν δεν ακρωτηρίαζαν το πόδι του θα πέθαινε. Αρνήθηκε να κάνει την εγχείριση, λέγοντας ότι δεν ήθελε να ζήσει με ένα πόδι. Ο Λίντεμαν μίλησε ήρεμα μαζί του, βοηθώντας τον να εξετάσει τις επιλογές του. Στο τέλος, επέλεξε να ζήσει και έκανε την εγχείριση.

Ο Λίντεμαν βοηθούσε σε ένα χειρουργείο όταν η αιμορραγία που είχε μια νέα γυναίκα στην κοιλιά απείλησε τη ζωή της καθώς δεν υπήρχε σφιγκτήρας για να τη σταματήσει. Ο Λίντεμαν χρησιμοποίησε ένα πολυεργαλείο ως σφιγκτήρα, το οποίο την κράτησε στη ζωή μέχρι να μεταφερθεί στο Πλωτό Νοσοκομείο Κόμφορτ του Αμερικανικού Ναυτικού για να λάβει τη βοήθεια που χρειαζόταν.

Η ομάδα του Λίντεμαν συνέχισε να δουλεύει στο Γενικό Νοσοκομείο τις τρεις τελευταίες εβδομάδες, φροντίζοντας 50 έως 300 ασθενείς κάθε βράδυ, συχνά κάνοντας εικοσάωρες βάρδιες. Οι πτέρυγες είναι πλέον καθαρότερες, ο φωτισμός καλύτερος και είναι στελεχωμένες μέρα και νύχτα.

Η δουλειά συνεχίζεται και, καθώς οι εθελοντές αρχίζουν να επιστρέφουν στην πατρίδα τους, χρειάζονται περισσότεροι για να συνεχίσουν την προσπάθεια ανακούφισης που ο Γενικός Γραμματέας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού έχει προβλέψει ότι θα διαρκέσει για άλλους έξι μήνες έως ένα χρόνο.