Η Επιρροή της Θρησκείας στην Κοινωνία
του Λ. Ρον Χάµπαρντ
(συνεχίζεται)

Πείσε έναν άνθρωπο ότι είναι ζώο, ότι η ίδια του η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός του είναι αυταπάτες, ότι δεν υπάρχει τίποτε «μετά θάνατον» στο οποίο να αποβλέπει, ότι δεν μπορεί να ελπίζει σε μεγαλύτερες ικανότητες για τον ίδιο, και θα έχεις ένα σκλάβο. Άφησε έναν άνθρωπο να μάθει ότι είναι ο εαυτός του, ένα πνευματικό ον, ότι έχει το δικαίωμα επιλογής, καθώς και το δικαίωμα να αποβλέπει σε μεγαλύτερη σοφία, και θα τον έχεις βάλει σ’ έναν υψηλότερο δρόμο.

Φυσικά, τέτοιες επιθέσεις εναντίον της θρησκείας έρχονται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές επιδιώξεις του ανθρώπου για πνευματική ολοκλήρωση και έναν ηθικό τρόπο ζωής.

«Άφησε έναν άνθρωπο να μάθει ότι είναι ο εαυτός του, ένα πνευματικό ον, ότι έχει το δικαίωμα επιλογής, καθώς και το δικαίωμα να αποβλέπει σε μεγαλύτερη σοφία, και θα τον έχεις βάλει σ’ έναν υψηλότερο δρόμο».Για χιλιάδες χρόνια σ’ αυτό τον πλανήτη, ο σκεπτόμενος Άνθρωπος υπερασπίστηκε την πνευματικότητά του και θεώρησε ότι Ανώτατη σοφία είναι η πνευματική διαφώτιση.

Η θρησκεία έχει επίσης δεχτεί επίθεση ως πρωτόγονη. Αν κάποιος μελετήσει καλά τους πρωτόγονους πολιτισμούς, μπορεί να οδηγηθεί στην άποψη ότι η θρησκεία είναι πρωτόγονη, αφού παρουσιάζεται τόσο κυρίαρχη σ’ αυτούς ενώ οι «σύγχρονοι» πολιτισμοί δεν την έχουν απολύτως ανάγκη. Η αλήθεια είναι ότι σε καμιά εποχή δεν είναι τόσο απαραίτητη ως εκπολιτιστική δύναμη όσο κατά την εποχή που ο Άνθρωπος έχει τεράστιες δυνάμεις στα χέρια του, αλλά μπορεί να στερείται κοινωνικές ικανότητες που τονίζονται στη θρησκεία.

Οι σπουδαίες θρησκευτικές εκπολιτιστικές δυνάμεις του παρελθόντος, ο βουδισμός, ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός και άλλες, έχουν όλες δώσει βαρύτητα στη διάκριση του καλού από το κακό, καθώς και σε υψηλότερες ηθικές αξίες.

Η μειωμένη προσέλευση πιστών στις εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες συνέπεσε με μια αύξηση της πορνογραφίας και της γενικής έκλυσης των ηθών, και με μια αύξηση της εγκληματικότητας η οποία, εν συνεχεία, οδήγησε σε αύξηση της αστυνομικής δύναμης που όμως δε συνοδεύτηκε από μείωση της παρέκκλισης των ηθών.

Όταν η θρησκεία δεν ασκεί ή έχει πάψει να ασκεί επιρροή σε μια κοινωνία, όλο το βάρος για την τήρηση των δημοσίων ηθών και την καταπολέμηση του εγκλήματος και της μισαλλοδοξίας πέφτει στους ώμους της πολιτείας. Μετά αναγκάζεται να καταφύγει στην τιμωρία και στην αστυνόμευση. Ωστόσο, αυτό δεν οδηγεί πουθενά επειδή τα ήθη, η ακεραιότητα και ο αυτοσεβασμός, που δεν ενυπάρχουν ήδη στο άτομο, δεν μπορούν να επιβληθούν με μεγάλη επιτυχία. Μόνο με πνευματική επίγνωση και εμφύσηση της πνευματικής αξίας αυτών των γνωρισμάτων μπορούν αυτά να λάβουν χώρα. Πρέπει να υπάρχει περισσότερη λογική και μεγαλύτερο συναισθηματικό κίνητρο από την απειλή σωματικής τιμωρίας, για να έχει κανείς χρηστά ήθη, κ.λπ.

Αν ένας πολιτισμός έχει εγκαταλείψει τελείως τις πνευματικές του αναζητήσεις και έχει περάσει στον υλισμό, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να γίνει είναι να εξηγηθεί στον άνθρωπο ότι είναι πνεύμα, όχι ζώο. Από αυτή τη συνειδητοποίηση της δικής του θρησκευτικής φύσης ο άνθρωπος θα μπορέσει και πάλι ν’ αποκτήσει επίγνωση του θεού και να γίνει περισσότερο ο εαυτός του.